- κοσμοκρατία
- ητο πολιτικό δόγμα τού ιμπεριαλισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμοκράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμοκρατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοκράτη 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κοσμοκρατικός, η κοσμοκρατική οπαδός τής κοσμοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
ՏԻԵԶԵՐԱԿԱԼՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0874 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c գ. κοσμοκρατία imperium in orbe. Տիեզերակալելն. ինքնակալութիւն. աշխարհակալութիւն. *Թագաւորեալ աղեքսանդր մակեդոնացի տիեզերակալութեամբ: Վկայութիւնք տիեզերակալութեանն արտաշիսի: Արշակ քաջ՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)